εξαπονέομαι

εξαπονέομαι
ἐξαπονέομαι (Α)
επικ. τ.
επιστρέφω, επανέρχομαι από κάπου («σόον δ' ἀνένευσε μάχης ἐξαπονέεσθαι» — δεν συγχώρησε να επιστρέψει σώος από τη μάχη, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο-νέομαι «επιστρέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαπονέεσθαι — ἐξαπονέομαι return out of pres inf mp (epic ionic) ἐξαπονέομαι return out of pres inf mp (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”